συντεχνώμαι

συντεχνώμαι
-άομαι, Α
εργάζομαι μαζί με τους τεχνίτες ή τούς βοηθώ με τα σχέδια και τις συμβουλές μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τεχνῶμαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» (< τέχνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”